- πιστολιά
- [пистольа] ουσ. Θ. выстрел из пистолета,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πιστολιά — και μπιστολιά, η, Ν (πιστόλι] 1. βολή πιστολιού 2. ο κρότος ή ο ήχος που παράγεται από τη βολή πιστολιού … Dictionary of Greek
πιστολιά — η βολή ή κρότος πιστολιού, αλλιώς μπιστολιά: Ακούστηκαν πιστολιές μέσα στη νύχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αεροπιστολιά — η 1. πιστολιά που ρίχνεται στον αέρα (σε γιορτή ή για εκφοβισμό) 2. η δίχως σφαίρα ή βλήμα βολή … Dictionary of Greek
κουμπουριά — η [κουμπούρα] 1. πυροβολισμός με κουμπούρα, πιστολιά 2. τραυματισμός ατόμου με κουμπούρα («έφαγε μια κουμπουριά στο στήθος») … Dictionary of Greek
μπιστολιά — η βλ. πιστολιά … Dictionary of Greek
ξαπλώνω — (Μ ξαπλώνω) εκτείνω, απλώνω κάτι σε πλάτος και σε μήκος («ξαπλώνω την αρίδα μου» κάθομαι νωχελικά και αναπαύομαι) νεοελλ. 1. χτυπώ κάποιον με όπλο ή με τα χέρια και τόν ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, φονεύω ή πληγώνω («με μια πιστολιά τόν ξάπλωσε στο… … Dictionary of Greek
οπλοποιός — ο (Α ὁπλοποιός) (ως ουσ. και ως επίθ.) κατασκευαστής όπλων νεοελλ. τεχνολ. κατασκευαστής φορητών, κυρίως, όπλων, όπως είναι τα τυφέκια, τα πιστόλια και τα περίστροφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ποιός*] … Dictionary of Greek
οπλοστάσιο — το 1. στρ. 1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά. 2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής… … Dictionary of Greek
περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… … Dictionary of Greek
πιστολισμός — ο, Ν [πιστολίζω] η βολή ή ο κρότος βάλλοντος πιστολιού, πιστολιά … Dictionary of Greek
τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… … Dictionary of Greek